στηρίξαι

στηρίξαι
στηρίζω
make fast
aor inf act
στηρίξαῑ , στηρίζω
make fast
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ουδέπη — οὐδέπῃ ή οὐδέ πῃ (Α) επίρρ. 1. κατ ουδένα τρόπο («οὐδέ πῃ εἶχον οὔτε στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδov οὔτ ἐπιβῆναι», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «οὐδέ πῃ ἔστι» (με απρμφ.) με κανέναν τρόπο δεν είναι δυνατόν να... («οὐδέ πῃ ἔστι... κοσμῆσαι ἀοιδήν», Ύμν. Διόν.) …   Dictionary of Greek

  • στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”